ἀντέλλογος

ἀντέλλογος
ἀντέλλογος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντέλλογος — ἀντέλλογος, ο (Μ) [έλλογος] αντιστάθμιση …   Dictionary of Greek

  • ἀντελλόγους — ἀντέλλογος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντελλόγῳ — ἀντέλλογος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”